μονόστηλος — η, ο 1. (για πλοίο) αυτός που έχει έναν μόνο ιστό, ένα μόνο κατάρτι, μονοκάταρτος 2. (για έντυπο κείμενο) αυτός που έχει στοιχειοθετηθεί και τυπωθεί σε πλάτος μιας μόνο στήλης ενός εντύπου, που καταλαμβάνει μία μόνο στήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) *… … Dictionary of Greek
μονόστηλος — η, ο 1. για πλοία που έχουν ένα κατάρτι, μονοκάταρτος. 2. (για έντυπο), κάτι που δημοσιεύεται τυπωμένο στο πλάτος μιας στήλης: Το άρθρο του δημοσιεύτηκε μονόστηλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek